εισος

εισος
    ἔϊσος
    только f ἐΐση (ῑ) (= ἴσος См. ισος, ион. ἶσος)
    1) равный, на котором все равны
    

(δαίς Hom.)

    2) ровный, ровно округленный
    

(ἀσπίς Hom.)

    ἵπποι σταφύλῃ ἐπὴ νῶτον ἐῗσαι Hom. — кобылицы одинакового роста в хребте

    3) соразмерно построенный
    

(νηῦς Hom.)

    4) уравновешенный, спокойный
    

(φρένες Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εισος" в других словарях:

  • έισος — ἔϊσος, η, ον (Α) 1. ίσος, όμοιος 2. (για πλοίο) ισορροπημένος, σύμμετρος, καλοζυγισμένος 3. (για ασπίδα) στρογγυλή 4. (για νου) φρόνιμος, δίκαιος, σωστός …   Dictionary of Greek

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • 'ίσως — ἀΐσως , ἄισος unlike adverbial ἀΐσως , ἄισος unlike masc/fem acc pl (doric) ἐΐσως , ἔισος alike adverbial ἐΐσως , ἔισος alike masc acc pl (doric) ἐί̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἐί̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐίσας — ἐΐσᾱς , ἔισος alike fem acc pl ἐΐσᾱς , ἔισος alike fem gen sg (doric aeolic) ἐί̱σᾱς , ἴσος equal fem acc pl (epic) ἐί̱σᾱς , ἴσος equal fem gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔισον — ἔϊ̱σον , ἔισος alike masc acc sg ἔϊ̱σον , ἔισος alike neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОЛЛОИДЫ (КОЛЛОИДНЫЕ СИСТЕМЫ) — [έίσος (ύйдос) вид] двухфазные дисперсные системы с предельно высокой степенью дисперсности, при которой еще сохраняется гетерогенность, т. е. наличие между дисперсной фазой и дисперсионной средой поверхности раздела …   Геологическая энциклопедия

  • ἐίσαι — ἐΐσᾱͅ , ἔισος alike fem dat sg (doric aeolic) ἐί̱σᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐίση — ἐΐση , ἔισος alike fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐί̱ση , ἴσος equal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐίσην — ἐΐσην , ἔισος alike fem acc sg (attic epic ionic) ἐί̱σην , ἴσος equal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐίσης — ἐΐσης , ἔισος alike fem gen sg (attic epic ionic) ἐί̱σης , ἴσος equal fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐίσῃ — ἐΐσῃ , ἔισος alike fem dat sg (attic epic ionic) ἐί̱σῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»